- σίγμα
- το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Αάκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.)νεοελλ.1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση και επιλογή τών σημείων έναρξης για τη μεταγραφή, καθώς και στην ανάπτυξη τής διπλής έλικας τής μήτρας τού DNΑβ) κάθε σκελετική βελόνη τών σπόγγων σε σχήμα S ή C2. φρ. α) «δεσμός σίγμα»χημ. είδος ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός μοριακού τροχιακού σίγμα μεταξύ τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόνβ) «μοριακό τροχιακό σίγμα»χημ. είδος μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη επικάλυψη τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί κατά την ευθεία που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τουςγ) «παράγοντας σίγμα»βιολ. πρωτεΐνη τού βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την πρόσδεση τής πολυμεράσης RNΑ στα κατάλληλα σημεία τού DNΑ, ώστε να αρχίσει η σύνθεση τού RNΑμσν.ως κύριο όν. Σίγμαα) πολυτελές οικοδόμημα στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την ονομασία από το ημικυκλικό σχήμα τουβ) ονομασία δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν έτσι από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτέςμσν.-αρχ.καθετί που έχει σχήμα ημικυκλίου, δηλαδή όμοιο με το αρχαιότερο σχήμα τού γράμματος αυτού , όπως λ.χ. η στοά, η ορχήστρα θεάτρου, η νέα σελήνη κ.ά.αρχ.1. (στη Ρώμη) κλίνη ή ανάκλιντρο με ημικυκλικό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους αντί για το τρικλίνιο2. στον πληθ. τὰ σίγματατα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής τής Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Μολονότι πρόκειται για ονομασία γράμματος τού αλφαβήτου, το σίγμα δεν φαίνεται να είναι σημιτικό δάνειο, αν και η δωρ. του ονομασία σάν* προέρχεται από το εβρ. šin. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι έχει σχηματιστεί από σίζω «σφυρίζω, παράγω συριστικό ήχο» (πρβλ. σιγμός)].
Dictionary of Greek. 2013.